Greek Meaning of borne
γεννημένη
Other Greek words related to γεννημένη
Nearest Words of borne
- born-again christian => Αναγεννημένος χριστιανός
- born-again => Αναγεννημένος
- born => γεννημένος
- boris vasilevich spassky => Μπόρις Βασίλιεβιτς Σπάσκι
- boris spassky => Μπόρις Σπάσκι
- boris pasternak => Μπόρις Παστερνάκ
- boris leonidovich pasternak => Μπόρις Λεονίντοβιτς Παστερνάκ
- boris karloff => Μπόρις Καρλόφ
- boris godunov => Μπορίς Γκοντόνοφ
- boris fyodorovich godunov => Μπορίς Γκοντουνόφ
Definitions and Meaning of borne in English
borne ()
of Bear
borne (p. p.)
Carried; conveyed; supported; defrayed. See Bear, v. t.
FAQs About the word borne
γεννημένη
of Bear, Carried; conveyed; supported; defrayed. See Bear, v. t.
είχε,παραγόμενος,γεννημένος,εκτρεφόμενος,παραδόθηκε,έπεσε,γεννηθεί,αποκτηθεί,κοπιαστικός,Ήταν μητέρα
έκτρωση,χαμένος,αποβάλλω
born-again christian => Αναγεννημένος χριστιανός, born-again => Αναγεννημένος, born => γεννημένος, boris vasilevich spassky => Μπόρις Βασίλιεβιτς Σπάσκι, boris spassky => Μπόρις Σπάσκι,