Greek Meaning of taken back

αποσύρθηκε

Other Greek words related to αποσύρθηκε

Definitions and Meaning of taken back in English

taken back

to make a retraction of, retract sense 2, withdraw

FAQs About the word taken back

αποσύρθηκε

to make a retraction of, retract sense 2, withdraw

αρνηθεί,ανασυρόμενη,αποσυρμένος,εγκαταλελειμμένος,απαράβατος,άρνηση,επίορκος,ανακάλεσε,παραιτήθηκε,παραιτήθηκε

αναγνωρισμένος,παραδεκτός,επιβεβαιωμένος,διεβεβαίωσε,διεκδίκησε,Δηλωθεί,συντηρημένο,δηλωμένο,τηρούσε (σε),αμφισβητούμενο

taken apart => αποσυναρμολογημένο, take-home pays => Καθαρός μισθός, take up with => Ασχολήσου με, take to the cleaners => Πήγαινε το στο καθαριστήριο, take the mickey out of => περιπαίζω,