Greek Meaning of taken over
αναληφθεί
Other Greek words related to αναληφθεί
- αρνήθηκε
- απαρνήθηκε
- αποκήρυξε
- αποκηρυγμένος
- απορριφθείς
- απορριπτόμενος
- παραιτήθηκε
- αποποιημένο
- ανασυρόμενη
- αποσύρθηκε
- απορρίφθηκε
- αποσυρμένος
- εγκαταλελειμμένος
- απαράβατος
- απέχεται (από)
- Απέφευξε
- παρακάμφθηκε
- εγκατέλειψε
- ανακάλεσε
- απείχε (από)
- περιφρονημένος
- άρνηση
- υποχώρησε
- αποσύρθηκε
- με επιστροφή
- παρακάμψει
- ανεκτικός
- εγκαταλελειμμένος
- παραιτήθηκε
- παραδόθηκε
- ανείπωτο
Nearest Words of taken over
- taken out => πραγματοποιήθηκε
- taken on => ανέλαβε
- taken back => αποσύρθηκε
- taken apart => αποσυναρμολογημένο
- take-home pays => Καθαρός μισθός
- take up with => Ασχολήσου με
- take to the cleaners => Πήγαινε το στο καθαριστήριο
- take the mickey out of => περιπαίζω
- take ship => take ship
- take one's time => Πάρε τον χρόνο σου
Definitions and Meaning of taken over in English
taken over
to assume control or possession, to get control or possession of or responsibility for something, the acquisition of control or possession (as of a corporation), to assume control or possession of or responsibility for, the action or an act of taking over, to become dominant
FAQs About the word taken over
αναληφθεί
to assume control or possession, to get control or possession of or responsibility for something, the acquisition of control or possession (as of a corporation)
γεμάτος,spelled,αντικαταστάθηκε,καλυμμένος,χτυπώ τη μπάλα στη θέση κάποιου άλλου,Εγγεγραμμένος,ανακουφισμένος
αρνήθηκε,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,απορριφθείς,απορριπτόμενος,παραιτήθηκε,αποποιημένο,ανασυρόμενη,αποσύρθηκε
taken out => πραγματοποιήθηκε, taken on => ανέλαβε, taken back => αποσύρθηκε, taken apart => αποσυναρμολογημένο, take-home pays => Καθαρός μισθός,