Greek Meaning of taken apart

αποσυναρμολογημένο

Other Greek words related to αποσυναρμολογημένο

Definitions and Meaning of taken apart in English

taken apart

to disconnect the pieces of (something), to treat (someone or something) roughly or harshly

FAQs About the word taken apart

αποσυναρμολογημένο

to disconnect the pieces of (something), to treat (someone or something) roughly or harshly

κακοποιημένος,βαρβαρωμένος,χαντακωσε,εκφοβισμένος,καμένο,παρενοχλημένος,πόνος,Κακοποιημένος,κακομεταχειρισμένοι,τραυματισμένος

φρόντιζε (για),πολύτιμος,ενθαρρυνόμενος ,περιποιημένος,προσαρμοσμένο (σε),καλομαθημένο,ευνοϊκός,ευγνώμων,χιουμοριστικός,αφοσιωμένος

take-home pays => Καθαρός μισθός, take up with => Ασχολήσου με, take to the cleaners => Πήγαινε το στο καθαριστήριο, take the mickey out of => περιπαίζω, take ship => take ship,