FAQs About the word deiced

αποπαγωμένο

to rid or keep free of ice, to keep free or rid of ice

αποψυγμένο,αποψυγμένο,αποψυγμένος,Λιωμένο,λιωμένο,θερμαινόμενος,θερμαινόμενο,Υγροποιημένο

παγωμένο,κατεψυγμένο,παγωμένος,ψυχόμενο,πηγμένο,υπέρψυκτος,Παγωμένα,παγωμένος,παγετωμένος,παγωμένος

dehydrating => αφυδατωτικός, dehydrates => αφυδατώνει, dehumidifying => Αφυγραντήρας, dehumidifies => Αφυγράνει, dehumidified => αφυγρανθέν,