Greek Meaning of gamesmanship

τυχερά παιχνίδια

Other Greek words related to τυχερά παιχνίδια

Definitions and Meaning of gamesmanship in English

Wordnet

gamesmanship (n)

the use of dubious (although not technically illegal) methods to win a game

FAQs About the word gamesmanship

τυχερά παιχνίδια

the use of dubious (although not technically illegal) methods to win a game

τέχνη,δολιότητα,πονηρός,εξαπάτηση,εξαπάτηση,ζογκλερικά,μυστικότητα,Πονηριά,ραδιουργίες, παρασκήνια,προδοσία

αφέλεια,ειλικρίνεια,Ευχέρεια,ειλικρίνεια,αφέλεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ανοιχτότητα,απλότητα

games => παιχνίδια, gameness => Ανδρεία, gamely => γενναία, gameless => παίγνιο, gamelan => gamelan,