Greek Meaning of gamesome

παιχνιδιάρης

Other Greek words related to παιχνιδιάρης

Definitions and Meaning of gamesome in English

Webster

gamesome (a.)

Gay; sportive; playful; frolicsome; merry.

FAQs About the word gamesome

παιχνιδιάρης

Gay; sportive; playful; frolicsome; merry.

ανθρακούχος,πλευστό,αφρώδης,ενθουσιώδης,σκανδαλίζω,παιχνιδιάρικο,ομοφυλόφιλος,χαρούμενος,ζωηρός,Στίχοι

καταπιεσμένος,συγκρατημένος,ήρεμος,κατσούφης,περιορισμένος,καταθλιπτικός,κατσούφης,αναίσθητος,ανασταλμένος,καταβεβλημένος

games-mistress => Κυρία των παιχνιδιών, games-master => Αρχιμάστορας παιχνιδιών, gamesmanship => τυχερά παιχνίδια, games => παιχνίδια, gameness => Ανδρεία,