Greek Meaning of unfaithfully
άπιστα
Other Greek words related to άπιστα
- σταθερά
- αφιερωμένος
- αξιόπιστος
- αφοσιωμένος
- ευλαβής
- υπάκουος
- πιστός
- γρήγορος
- πιστός
- αξιόπιστος
- υπεύθυνος
- αμετάβλητος
- σταθερός
- σταθερός
- αξιόπιστος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- επιβεβαιωμένο
- αποφασισμένος
- πρόθεση
- αποφασισμένος
- στερεός
- Αδιάβροχο
- δοκίμασε
- αξιόπιστος
- σταθερός
- διστακτικός
- κατά μήκος της γραμμής
- φλογερός
- πρόθυμος
- ενθουσιώδης
- φλογερό
- φλογερός
- παθιασμένος
- αμετανόητος
- παθιασμένος
- ορκισμένος
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- ακλόνητος
- αξιόπιστος
Nearest Words of unfaithfully
Definitions and Meaning of unfaithfully in English
unfaithfully (r)
in an unfaithful undependable unreliable manner
FAQs About the word unfaithfully
άπιστα
in an unfaithful undependable unreliable manner
Αποστάτης,άπιστος,προδοτικός,ύπουλος,αναξιόπιστος,ΨΕΥΔΕΣ,ευμετάβλητος,διστακτικός,ασταθής,ανεύθυνος
σταθερά,αφιερωμένος,αξιόπιστος,αφοσιωμένος,ευλαβής,υπάκουος,πιστός,γρήγορος,πιστός,αξιόπιστος
unfaithful => άπιστος, unfaith => απιστία, unfairness => αδικία, unfairly => άδικα, unfair => άδικος,