FAQs About the word unfailing

αξιόπιστος

not liable to failure, always able to supply more, unceasingNot failing; not liable to fail; inexhaustible; certain; sure.

άψογος,Αλάθητος,τέλειο,αξιόπιστος,αλάθητος,αξιόπιστος,άψογος,Άμεμπτος,βέβαιος,Χωρίς σφάλματα

ελαττωματικός,αλάθητος,ελαττωματικός,ελαττωματικό,ατελής,αναξιόπιστος,αναξιόπιστος

unfailable => αλάθητος, unfading => αμάραντο, unfaceted => αόριστος, unface => χωρίς πρόσωπο, unextricable => αναπόσπαστος,