Greek Meaning of pawky

πανούργος

Other Greek words related to πανούργος

Definitions and Meaning of pawky in English

Wordnet

pawky (s)

cunning and sly

Webster

pawky (a.)

Arch; cunning; sly.

FAQs About the word pawky

πανούργος

cunning and slyArch; cunning; sly.

επινοητικός,οξυδερκής,προσεκτικός,δειλός,πονηρός,πονηρός,πονηρός,ύπουλος,ύποπτος,πονηρός

ατέχναστος,πυκνό,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,άθελά του,ανεπαίσθητος,ανόητος

pawk => Πόδι, pawing => ξύσιμο, pawer => Δύναμη, pawed => με πόδια, paw => πόδι,