Greek Meaning of grooved

αυλακωμένος

Other Greek words related to αυλακωμένος

Definitions and Meaning of grooved in English

Wordnet

grooved (s)

established as if settled into a groove or rut

Webster

grooved (imp. & p. p.)

of Groove

FAQs About the word grooved

αυλακωμένος

established as if settled into a groove or rutof Groove

κατατεθέν,γρατζουνισµένος,χαραγμένο,ραμμένο,λοξότμητος,ραβδωτός,βοσκούν,αλεσμένο,σκόραρε,εκδορασμένος

συγκρούστηκαν,συγκρούστηκε,συγκρουόμενος,Αντιφατικός,με αντίθεση,αντιμετωπίζω,αναβλήθηκε,μετατόπιση,ακυρώθηκε (έξω),ακυρώθηκε (έξω)

groove => αυλάκωση, grooper => Συναγρίδα, groom-to-be => μελλοντικός γαμπρός, groomsmen => κουμπάροι, groomsman => κουμπάρος,