FAQs About the word bevelled

λοξότμητο

of Bevel, Formed to a bevel angle; sloping; as, the beveled edge of a table., Replaced by two planes inclining equally upon the adjacent planes, as an edge; hav

σκαμμένο,κατατεθέν,ραβδωτός,αλεσμένο,εκδορασμένος,βοσκούν,αυλακωμένος,γρατζουνισµένος,χαραγμένο,βραχνός

No antonyms found.

beveling => σκαρπέλισμα, beveled => λοξότμητος, bevel square => Μπεβέλ, bevel => Σκαρπάλι, bevatron => μπεβατρόν,