Greek Meaning of paradigmatic
παραδειγματικός
Other Greek words related to παραδειγματικός
- αρχετυπικός
- αρχετυπικός
- κλασικός
- οριστικός
- άριστος
- ενδεικτικό
- μοντέλο
- τέλειο
- ουσιώδης
- μοναδικός
- Εξαιρετικός.
- καλό
- μεγάλος, καταπληκτικός
- ιδανικός
- μιμήσιμος
- θαυμαστός
- θαυμάσιος
- πρώτος αριθμός
- ιδιαίτερος
- θαυμάσιος
- φοβερός
- Σχολικό βιβλίο
- υπέροχος
- απόλυτος
- καταπληκτικό
- πανό
- Κεφάλαιο
- επιλογή
- εξαιρετικός
- νταντής
- καταπληκτικός
- φανταχτερός
- φανταστικός
- πρώτη θέση
- πρώτης τάξεως
- άψογος
- Μεγάλος
- τέλειος
- υψηλής ποιότητας
- Άμεμπτος
- απότομος
- έξυπνος
- απαράμιλλος
- κατ' εξοχήν
- ξάδελφος
- εντυπωσιακός
- υπέροχος
- αστρικός
- Λίρα στερλίνα (GBP)
- ανώτερος
- υπερθετικός
- οίδημα
- κορυφαίο
- κορυφαίος
- απαράμιλλος
- μάγος
- A1
Nearest Words of paradigmatic
- paradigmatical => παραδειγματικός
- paradigmatize => Παραδειγματίζω
- paradigmatized => Παραδειγματισμένος
- paradigmatizing => παραδειγματίζων
- parading => παρελάζω
- paradisaeidae => Πουλιά του παραδείσου
- paradisaic => παραδεισένιος
- paradisaical => παραδεισένιος
- paradisal => παραδεισένιος
- paradise => παράδεισος
Definitions and Meaning of paradigmatic in English
paradigmatic (a)
of or relating to a grammatical paradigm
of or relating to a typical example
related as members of a substitution class
paradigmatic (a.)
Alt. of Paradigmatical
paradigmatic (n.)
A writer of memoirs of religious persons, as examples of Christian excellence.
FAQs About the word paradigmatic
παραδειγματικός
of or relating to a grammatical paradigm, of or relating to a typical example, related as members of a substitution classAlt. of Paradigmatical, A writer of mem
αρχετυπικός,αρχετυπικός,κλασικός,οριστικός,άριστος,ενδεικτικό,μοντέλο,τέλειο,ουσιώδης,μοναδικός
κακός,ανεπαρκής,φυσιολογικός,φτωχός,Κατώτερος του επιπέδου,τυπικός,ανικανοποίητος,φαύλος,Φρικτός,μέσος
paradigm => παράδειγμα, paradiddle => Παραντίδλ, parader => παρελαστή, paraded => Παρέλασε, parade ground => Πλατεία παρέλασης,