Greek Meaning of devouring
καταβροχθίζοντας
Other Greek words related to καταβροχθίζοντας
Nearest Words of devouring
Definitions and Meaning of devouring in English
devouring (s)
(often followed by `for') ardently or excessively desirous
devouring (p. pr. & vb. n.)
of Devour
FAQs About the word devouring
καταβροχθίζοντας
(often followed by `for') ardently or excessively desirousof Devour
καταβροχθίζω,αδηφαγία,καταπίνω,αχόρταγος,λαιμαργός,λαίμαργος,Ταιριαστός,γενναιόδωρος,λαίμαργος,Πεινασμένος
περιεχόμενο,γεμάτος,ικανοποιημένος,Γεμιστό,Μπουχτισμένος,χορτάτος,χορτασμένος
devourer => Καταβροχθιστής, devoured => καταβροχθίστηκε, devourable => λαίμαργος, devour => καταβροχθίζω, devotor => ευλαβής,