FAQs About the word devotionally

ευλαβικά

In a devotional manner; toward devotion.

λειτουργικός,θρησκευτικός,ιερός,πνευματικός,άγιος,ευλογημένος,ευλογημένος,αφιερωμένος,ιερός,Τελετουργία

κοσμικός,επίγειος,καθημερινό,μη θρησκευόμενος,βέβηλος,χερσαίος,κοσμικός,Γήινος

devotionality => ευσέβεια, devotionalist => ευσεβής, devotional => αφοσιωμένος, devotion => αφοσίωση, devoting => αφοσιωμένος,