Greek Meaning of devotionally
ευλαβικά
Other Greek words related to ευλαβικά
Nearest Words of devotionally
Definitions and Meaning of devotionally in English
devotionally (adv.)
In a devotional manner; toward devotion.
FAQs About the word devotionally
ευλαβικά
In a devotional manner; toward devotion.
λειτουργικός,θρησκευτικός,ιερός,πνευματικός,άγιος,ευλογημένος,ευλογημένος,αφιερωμένος,ιερός,Τελετουργία
κοσμικός,επίγειος,καθημερινό,μη θρησκευόμενος,βέβηλος,χερσαίος,κοσμικός,Γήινος
devotionality => ευσέβεια, devotionalist => ευσεβής, devotional => αφοσιωμένος, devotion => αφοσίωση, devoting => αφοσιωμένος,