Greek Meaning of liturgical

λειτουργικός

Other Greek words related to λειτουργικός

Definitions and Meaning of liturgical in English

Wordnet

liturgical (a)

of or relating to or in accord with liturgy

Webster

liturgical ()

Pertaining to, of or the nature of, a liturgy; of or pertaining to public prayer and worship.

FAQs About the word liturgical

λειτουργικός

of or relating to or in accord with liturgyPertaining to, of or the nature of, a liturgy; of or pertaining to public prayer and worship.

τελετουργικός,ιερατικός,θρησκευτικός,Τελετουργία,ιεροτελεστικός,πνευματικός,λατρεμένος,βιβλικός,σεβαστός,ιερός

deconsecrated,βεβηλωμένος,επίγειος,μη θρησκευόμενος,κοσμικός,κροταφικός,αμύητος,ακάθαρτος,Άνευ πνεύματος,κοσμικός

liturgic => λειτουργικός, liturate => Λειτουργικός, lituite => Λιτού, lituiform => ελικοειδής, litui => Λιτουὸς,