Greek Meaning of sacral
ιερός
Other Greek words related to ιερός
Nearest Words of sacral
- sacral nerve => Ιερό νεύρο
- sacral plexus => Ιερός πλέγμα
- sacral vein => Ιερά φλέβα
- sacral vertebra => Ιερό οστό
- sacrament => μυστήριο
- sacrament of the eucharist => Θεία Ευχαριστία
- sacramental => ιεροτελεστικός
- sacramental manduction => ιερή κατανάλωση
- sacramental oil => ἅγιον ἔλαιον
- sacramental wine => Ευχαρστικός οίνος
Definitions and Meaning of sacral in English
sacral (a)
of or relating to or near the sacrum
sacral (s)
of or relating to sacred rites
sacral (a.)
Of or pertaining to the sacrum; in the region of the sacrum.
FAQs About the word sacral
ιερός
of or relating to or near the sacrum, of or relating to sacred ritesOf or pertaining to the sacrum; in the region of the sacrum.
άγιος,λειτουργικός,θρησκευτικός,ιερός,βιβλικός,ευλογημένος,ευλογημένος,τελετουργικός,καθαγιάζω,αφιερωμένος
deconsecrated,βεβηλωμένος,επίγειος,μη θρησκευόμενος,κοσμικός,κροταφικός,αμύητος,ακάθαρτος,Άνευ πνεύματος,καθημερινό
sacra => Ιερός, sacque => Σακί, saclike => σακκοειδής, saclant => Saclant, sack-winged => σακκοπτέρυγος,