FAQs About the word sacker

Ιερέας

One who sacks; one who takes part in the storm and pillage of a town.

αρπακτικό,Βεβηλωτής,ληστής,Ληστευτής,ληστής,ληστής,καταστροφέας,Σπαταλάκος,Ναυάγιο,κατεδαφιστής

Συντηρητικό,προστάτης,σωτήρας,Συντηρητής,συντηρητικός,συντηρητής

sacked => απολύθηκε, sackclothed => ντυμένος με σάκο, sackcloth and ashes => σάκκος και τέφρα, sackcloth => σακί, sackbut => Σακμπούντ,