FAQs About the word defacer

παραμορφωτής

One who, or that which, defaces or disfigures.

Βάνδαλος,αντιτορπιλικό,κατεδαφιστής,αρπακτικό,Βεβηλωτής.,Βεβηλωτής,βεβηλωτής,Γκραφιτάς,ληστής,Ληστευτής

Συντηρητικό,προστάτης,σωτήρας,Συντηρητής,συντηρητικός,συντηρητής

defacement => βανδαλισμός, defaced => παραμορφωμένος, deface => Αμαύρωσι, deev => διάβολος, deesis => Δέησις,