Greek Meaning of desacralized
βεβηλωμένος
Other Greek words related to βεβηλωμένος
Nearest Words of desacralized
- desacralizing => Αποϊεροποίηση
- desanctified => βεβηλωμένος
- desanctify => Βεβηλώνω
- descants => descant
- descend (on or upon) => κατεβαίνω (πάνω ή πάνω)
- descended (on or upon) => κατέβηκε (σε ή πάνω)
- descendents => απόγονοι
- descending (on or upon) => καθοδικός (σε ή επί)
- descends (on or upon) => κατεβαίνει (σε ή πάνω)
- descents => καταβάσεις
Definitions and Meaning of desacralized in English
desacralized
to divest of sacred qualities or status
FAQs About the word desacralized
βεβηλωμένος
to divest of sacred qualities or status
deconsecrated,κοσμικός,αμύητος,ακάθαρτος,επίγειος,μη θρησκευόμενος,κροταφικός,Άνευ πνεύματος,καθημερινό,βέβηλος
ευλογημένος,ευλογημένος,αφιερωμένος,ιερός,άγιος,ιερός,ιερός,ιερός,λατρεμένος,τελετουργικός
derringers => ντερένγκερ, derrière => πίσω, dernier cri => Τελευταία λέξη, dermatologists => δερματολόγοι, derivatives => παράγωγα,