FAQs About the word desanctify

Βεβηλώνω

desacralize

Απέλαση,αποϊερώ,βεβηλώνω,βεβηλώνω,βέβηλος

ευλογία,καθαγιάζω,κούφιος,αγιάζω,τιμάω,αγιοποιώ,καθαρίζω,θεοποιώ,εξορκίζω,καθαρίζω

desanctified => βεβηλωμένος, desacralizing => Αποϊεροποίηση, desacralized => βεβηλωμένος, derringers => ντερένγκερ, derrière => πίσω,