FAQs About the word deconsecrate

Απέλαση

remove the consecration from a person or an objectTo deprive of sacredness; to secularize.

αποϊερώ,Βεβηλώνω,βεβηλώνω,βεβηλώνω,βέβηλος

ευλογία,καθαγιάζω,κούφιος,αγιάζω,αγιοποιώ,καθαρίζω,θεοποιώ,εξορκίζω,καθαρίζω,καθιερώνω

decongestant => Αποσυμφορητικό, deconcoct => ξεπαγώνω, deconcentration => αποκέντρωση, deconcentrate => αποκέντρωση, decompression sickness => Νόσος της αποσυμπίεσης,