Greek Meaning of congenital disorder
συγγενής διαταραχή
Other Greek words related to συγγενής διαταραχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of congenital disorder
- congenital disease => Συγγενής ασθένεια
- congenital defect => Συγγενές ελάττωμα
- congenital anomaly => συγγενής ανωμαλία
- congenital afibrinogenemia => Συγγενής αφιβρινογοναιμία
- congenital abnormality => Συγγενής ανωμαλία
- congenital => συγγενής
- congenialness => Συγγενικότητα
- congenially => συμπάθεια
- congeniality => Φιλικότητα
- congenial => φιλικός
- congenital heart defect => Συγγενής καρδιοπάθεια
- congenital megacolon => Συγγενής μεγακόλων
- congenital pancytopenia => Συγγενής πανκυτταροπενία
- conger => συναγρίδα
- conger eel => Μύραινα
- congeries => συνονθύλευμα
- congest => συσσωρεύω
- congested => συνωστισμένος
- congestion => Συνωστισμός
- congestive => συμφωρητικός
Definitions and Meaning of congenital disorder in English
congenital disorder (n)
a defect that is present at birth
FAQs About the word congenital disorder
συγγενής διαταραχή
a defect that is present at birth
No synonyms found.
No antonyms found.
congenital disease => Συγγενής ασθένεια, congenital defect => Συγγενές ελάττωμα, congenital anomaly => συγγενής ανωμαλία, congenital afibrinogenemia => Συγγενής αφιβρινογοναιμία, congenital abnormality => Συγγενής ανωμαλία,