Greek Meaning of chronic
χρόνιος
Other Greek words related to χρόνιος
- εθισμένος
- συνήθης
- αμετανόητος
- επίμονος
- τακτικός
- σειρά
- σταθερός
- πεισματάρης
- γεννημένος
- έμφυτος
- επιβεβαιωμένο
- Βαμμένος στο μαλλί
- αδιόρθωτος
- εγγενής
- φυσικός
- επιρρεπής
- Επαναλάβετε
- συνηθισμένος
- κατάλληλος
- βαθιά ριζωμένο
- Βαθιά ριζωμένος
- εδραιωμένος
- συνήθης
- ενδογαμικός
- επικλινής
- έμφυτος
- οχυρωμένος
- Ενδογενής
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- αμετάβλητος
- αξιόπιστος
- Μη αναπαλαιωμένος
- ανεξιλέωτος
- χρησιμοποιημένο
- συνηθισμένος
Nearest Words of chronic
- chromule => χρωμόσωμα
- chromous => χρωμικός
- chromotype => Χρωματότυπος
- chromospheric => χρωμοσφαιρικός
- chromosphere => Χρωμόσφαιρα
- chromosonal disorder => χρωμοσωμική ανωμαλία
- chromosome mapping => Χρωμοσωμική χαρτογράφηση
- chromosome => Χρωμόσωμα
- chromosomal mutation => Χρωμοσωματικές μεταλλάξεις
- chromosomal anomaly => Χρωμοσωματική ανωμαλία
- chronic bronchitis => Χρόνια βρογχίτιδα
- chronic eczema => Χρόνιο έκζεμα
- chronic gastritis => Χρόνια γαστρίτιδα
- chronic glaucoma => Χρόνιο γλαύκωμα
- chronic glossitis => χρόνια γλωσσίτιδα
- chronic kidney failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
- chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
Definitions and Meaning of chronic in English
chronic (a)
being long-lasting and recurrent or characterized by long suffering
chronic (s)
of long duration
habitual
chronic (a.)
Relating to time; according to time.
Continuing for a long time; lingering; habitual.
FAQs About the word chronic
χρόνιος
being long-lasting and recurrent or characterized by long suffering, of long duration, habitualRelating to time; according to time., Continuing for a long time;
εθισμένος,συνήθης,αμετανόητος,επίμονος,τακτικός,σειρά,σταθερός,πεισματάρης,γεννημένος,έμφυτος
διαλείπουσα,περιστασιακός,αχρησιμοποίητος,ασυνήθιστος
chromule => χρωμόσωμα, chromous => χρωμικός, chromotype => Χρωματότυπος, chromospheric => χρωμοσφαιρικός, chromosphere => Χρωμόσφαιρα,