Greek Meaning of chronic glossitis
χρόνια γλωσσίτιδα
Other Greek words related to χρόνια γλωσσίτιδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chronic glossitis
- chronic kidney failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
- chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
- chronic pyelonephritis => Χρόνια πυελονεφρίτιδα
- chronic renal failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic wasting disease => Χρόνια φθίνουσα νόσος
- chronical => χρόνιος
- chronically => χρονίως
Definitions and Meaning of chronic glossitis in English
chronic glossitis (n)
glossitis with atrophy of tongue tissue; sometimes accompanies pernicious anemia
FAQs About the word chronic glossitis
χρόνια γλωσσίτιδα
glossitis with atrophy of tongue tissue; sometimes accompanies pernicious anemia
No synonyms found.
No antonyms found.
chronic glaucoma => Χρόνιο γλαύκωμα, chronic gastritis => Χρόνια γαστρίτιδα, chronic eczema => Χρόνιο έκζεμα, chronic bronchitis => Χρόνια βρογχίτιδα, chronic => χρόνιος,