Greek Meaning of chronic renal failure
Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
Other Greek words related to Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chronic renal failure
- chronic pyelonephritis => Χρόνια πυελονεφρίτιδα
- chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία
- chronic kidney failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic glossitis => χρόνια γλωσσίτιδα
- chronic glaucoma => Χρόνιο γλαύκωμα
- chronic gastritis => Χρόνια γαστρίτιδα
- chronic eczema => Χρόνιο έκζεμα
Definitions and Meaning of chronic renal failure in English
chronic renal failure (n)
renal failure that can result from a variety of systemic disorders
FAQs About the word chronic renal failure
Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
renal failure that can result from a variety of systemic disorders
No synonyms found.
No antonyms found.
chronic pyelonephritis => Χρόνια πυελονεφρίτιδα, chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία, chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία,