Greek Meaning of chronicler
χρονογράφος
Other Greek words related to χρονογράφος
Nearest Words of chronicler
- chronicled => χρονικογραφημένο
- chronicle => χρονικό
- chronically => χρονίως
- chronical => χρόνιος
- chronic wasting disease => Χρόνια φθίνουσα νόσος
- chronic renal failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic pyelonephritis => Χρόνια πυελονεφρίτιδα
- chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
Definitions and Meaning of chronicler in English
chronicler (n)
someone who writes chronicles
chronicler (n.)
A writer of a chronicle; a recorder of events in the order of time; an historian.
FAQs About the word chronicler
χρονογράφος
someone who writes chroniclesA writer of a chronicle; a recorder of events in the order of time; an historian.
Ιστορικός,χρονογράφος,Βιογράφος,αρχειοθέτης
No antonyms found.
chronicled => χρονικογραφημένο, chronicle => χρονικό, chronically => χρονίως, chronical => χρόνιος, chronic wasting disease => Χρόνια φθίνουσα νόσος,