Greek Meaning of chronicled
χρονικογραφημένο
Other Greek words related to χρονικογραφημένο
- περιγράφεται
- διηγείται
- αφηγημένος
- σχετικός
- αναφέρθηκε
- είπε
- χαρτογραφημένος
- απεικονίζεται
- λεπτομερής
- απαγγέλθηκε
- εκθέτω
- Οριοθετημένος
- παραδόθηκε
- Αποκαλύφθηκε
- αποκαλυπτόμενη
- απαριθμούμενος
- εκτεθειμένο
- εκφράστηκαν
- έδωσε
- αναλυτικός
- Ξετυλίχτηκε
- προβλεπόμενος
- αποδομένο
- αποκάλυψε
- Σχεδιασμένο
- δηλωμένο
- προφέρεται
- φωνήεν
Nearest Words of chronicled
- chronicle => χρονικό
- chronically => χρονίως
- chronical => χρόνιος
- chronic wasting disease => Χρόνια φθίνουσα νόσος
- chronic renal failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic pyelonephritis => Χρόνια πυελονεφρίτιδα
- chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία
Definitions and Meaning of chronicled in English
chronicled (imp. & p. p.)
of Chronicle
FAQs About the word chronicled
χρονικογραφημένο
of Chronicle
περιγράφεται,διηγείται,αφηγημένος,σχετικός,αναφέρθηκε,είπε,χαρτογραφημένος,απεικονίζεται,λεπτομερής,απαγγέλθηκε
No antonyms found.
chronicle => χρονικό, chronically => χρονίως, chronical => χρόνιος, chronic wasting disease => Χρόνια φθίνουσα νόσος, chronic renal failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια,