Greek Meaning of chronic glaucoma
Χρόνιο γλαύκωμα
Other Greek words related to Χρόνιο γλαύκωμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chronic glaucoma
- chronic gastritis => Χρόνια γαστρίτιδα
- chronic eczema => Χρόνιο έκζεμα
- chronic bronchitis => Χρόνια βρογχίτιδα
- chronic => χρόνιος
- chromule => χρωμόσωμα
- chromous => χρωμικός
- chromotype => Χρωματότυπος
- chromospheric => χρωμοσφαιρικός
- chromosphere => Χρωμόσφαιρα
- chromosonal disorder => χρωμοσωμική ανωμαλία
- chronic glossitis => χρόνια γλωσσίτιδα
- chronic kidney failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
- chronic obstructive pulmonary disease => Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
- chronic pyelonephritis => Χρόνια πυελονεφρίτιδα
- chronic renal failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic wasting disease => Χρόνια φθίνουσα νόσος
- chronical => χρόνιος
Definitions and Meaning of chronic glaucoma in English
chronic glaucoma (n)
glaucoma caused by blockage of the canal of Schlemm; produces gradual loss of peripheral vision
FAQs About the word chronic glaucoma
Χρόνιο γλαύκωμα
glaucoma caused by blockage of the canal of Schlemm; produces gradual loss of peripheral vision
No synonyms found.
No antonyms found.
chronic gastritis => Χρόνια γαστρίτιδα, chronic eczema => Χρόνιο έκζεμα, chronic bronchitis => Χρόνια βρογχίτιδα, chronic => χρόνιος, chromule => χρωμόσωμα,