Greek Meaning of chromule
χρωμόσωμα
Other Greek words related to χρωμόσωμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of chromule
- chromous => χρωμικός
- chromotype => Χρωματότυπος
- chromospheric => χρωμοσφαιρικός
- chromosphere => Χρωμόσφαιρα
- chromosonal disorder => χρωμοσωμική ανωμαλία
- chromosome mapping => Χρωμοσωμική χαρτογράφηση
- chromosome => Χρωμόσωμα
- chromosomal mutation => Χρωμοσωματικές μεταλλάξεις
- chromosomal anomaly => Χρωμοσωματική ανωμαλία
- chromosomal aberration => Χρωμοσωμική εκτροπή
- chronic => χρόνιος
- chronic bronchitis => Χρόνια βρογχίτιδα
- chronic eczema => Χρόνιο έκζεμα
- chronic gastritis => Χρόνια γαστρίτιδα
- chronic glaucoma => Χρόνιο γλαύκωμα
- chronic glossitis => χρόνια γλωσσίτιδα
- chronic kidney failure => Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
- chronic leukemia => χρόνια λευχαιμία
- chronic lymphocytic leukemia => Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- chronic myelocytic leukemia => Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
Definitions and Meaning of chromule in English
chromule (n.)
A general name for coloring matter of plants other than chlorophyll, especially that of petals.
FAQs About the word chromule
χρωμόσωμα
A general name for coloring matter of plants other than chlorophyll, especially that of petals.
No synonyms found.
No antonyms found.
chromous => χρωμικός, chromotype => Χρωματότυπος, chromospheric => χρωμοσφαιρικός, chromosphere => Χρωμόσφαιρα, chromosonal disorder => χρωμοσωμική ανωμαλία,