Greek Meaning of addicted
εθισμένος
Other Greek words related to εθισμένος
Nearest Words of addicted
Definitions and Meaning of addicted in English
addicted (a)
compulsively or physiologically dependent on something habit-forming
addicted (imp. & p. p.)
of Addict
FAQs About the word addicted
εθισμένος
compulsively or physiologically dependent on something habit-formingof Addict
εξαρτημένος,εθισμένος,Λαχτάρα,ανατιναγμένη,αστραπιαία,υπερκινητικός,μεθυσμένος,επιθυμία,φορτωμένο,σκισμένος
μη εξαρτημένος,νηφάλιος,ίσιος,εγκρατής,εγκρατής,Καθαρός,καθαρό μυαλό,εύκρατο
addict => εθισμένος, addice => εθισμένος, addible => Προσθετικός, addibility => Προσθετικότητα, adderwort => Όφιορίζα,