Greek Meaning of communion

Θεία Κοινωνία

Other Greek words related to Θεία Κοινωνία

Definitions and Meaning of communion in English

Wordnet

communion (n)

the act of participating in the celebration of the Eucharist

sharing thoughts and feelings

(Christianity) a group of Christians with a common religious faith who practice the same rites

FAQs About the word communion

Θεία Κοινωνία

the act of participating in the celebration of the Eucharist, sharing thoughts and feelings, (Christianity) a group of Christians with a common religious faith

υποτροφία,φιλία,Σχέση,προσέγγιση,Αλληλεγγύη,ενότητα,συγγένεια,συμφωνία,ομόνοια,ενσυναίσθηση

αποξένωση,δυσαρέσκεια,απόσταση,αποξένωση,εχθρότητα,ανταγωνισμός,κρύο,δυσαρέσκεια,έχθρα,Εχθρότητα

communicatory => επικοινωνιακή, communicator => επικοινωνητής, communicativeness => επικοινωνιακότητα, communicative => κοινωτικός, communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών,