Greek Meaning of communion
Θεία Κοινωνία
Other Greek words related to Θεία Κοινωνία
Nearest Words of communion
- communicatory => επικοινωνιακή
- communicator => επικοινωνητής
- communicativeness => επικοινωνιακότητα
- communicative => κοινωτικός
- communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών
- communications security establishment => Εγκατάσταση ασφάλειας επικοινωνιών
- communications satellite => Δορυφόρος επικοινωνιών
- communications protocol => Πρωτόκολλο επικοινωνίας
- communications intelligence => Πληροφορίες Επικοινωνιών
- communications => επικοινωνίες
- communion table => τράπεζα της κοινωνίας
- communique => ανακοινωθέν
- communisation => κοινοκτημοσύνη
- communise => Κοινοτικοποιώ
- communism => κομμουνισμός
- communism peak => Κορυφή του κομμουνισμού
- communist => κομμουνιστής
- communist china => η κομμουνιστική κινα
- communist economy => Κομμουνιστική οικονομία
- communist manifesto => Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Definitions and Meaning of communion in English
communion (n)
the act of participating in the celebration of the Eucharist
sharing thoughts and feelings
(Christianity) a group of Christians with a common religious faith who practice the same rites
FAQs About the word communion
Θεία Κοινωνία
the act of participating in the celebration of the Eucharist, sharing thoughts and feelings, (Christianity) a group of Christians with a common religious faith
υποτροφία,φιλία,Σχέση,προσέγγιση,Αλληλεγγύη,ενότητα,συγγένεια,συμφωνία,ομόνοια,ενσυναίσθηση
αποξένωση,δυσαρέσκεια,απόσταση,αποξένωση,εχθρότητα,ανταγωνισμός,κρύο,δυσαρέσκεια,έχθρα,Εχθρότητα
communicatory => επικοινωνιακή, communicator => επικοινωνητής, communicativeness => επικοινωνιακότητα, communicative => κοινωτικός, communications technology => Τεχνολογία επικοινωνιών,