Greek Meaning of leftism
Αριστερισμός
Other Greek words related to Αριστερισμός
Nearest Words of leftism
- leftish => αριστερός
- left-handiness => <αριστεροχειρία>
- left-hander => αριστερόχειρας
- lefthander => αριστερόχειρας
- left-handedness => αριστεροχειρία
- left-handed pitcher => Αριστερόχειρ ρίπτης
- left-handed => Αριστερόχειρας
- left-hand => αριστερό
- leftfield => αριστερό
- lefteyed flounder => Πλατύς ο αριστερόφθαλμος
Definitions and Meaning of leftism in English
leftism (n)
the ideology of the political left; belief in or support of the tenets of the political left
FAQs About the word leftism
Αριστερισμός
the ideology of the political left; belief in or support of the tenets of the political left
Φιλελευθερισμός,Αριστερά,Αριστερός,Νεοφιλελευθερισμός,ριζοσπαστισμός,Σοσιαλισμός
συντηρητισμός,δεξιά,αντιφιλελευθερισμός,ακινησία,νεοσυντηρητισμός
leftish => αριστερός, left-handiness => <αριστεροχειρία>, left-hander => αριστερόχειρας, lefthander => αριστερόχειρας, left-handedness => αριστεροχειρία,