Greek Meaning of disciplinal
πειθαρχικός
Other Greek words related to πειθαρχικός
- περιοχή
- τμήμα
- Τομέας
- Στοιχείο
- πεδίο
- βασίλειο
- βασίλειο
- Ειδικότητα
- σφαίρα
- περπατώ
- αρένα
- δικαιοδοσία
- βαρωνία
- επιχείρηση
- κύκλος
- περιορίζω
- φέουδο
- φέουδο
- Φέουδο
- στερέωμα
- μπροστά
- παιχνίδι
- γραμμή
- εκλογική περιφέρεια
- επάγγελμα
- επαρχία
- καταδίωξη
- Μελέτη
- θέμα
- Έδαφος
- Επικράτεια
- έκταση
- πλάτος
- πλάτος
- πυξίδα
- έκταση
- σύνορο
- επάγγελμα
- ρακέτα
- φτάνω
- εύρος
- σκουπίζω
- Χλοοτάπητας
- Κάλεσμα
- πλάτος
- Υποτομέας
- Υποειδίκευση
Nearest Words of disciplinal
Definitions and Meaning of disciplinal in English
disciplinal (s)
designed to promote discipline
disciplinal (a.)
Relating to discipline.
FAQs About the word disciplinal
πειθαρχικός
designed to promote disciplineRelating to discipline.
περιοχή,τμήμα,Τομέας,Στοιχείο,πεδίο,βασίλειο,βασίλειο,Ειδικότητα,σφαίρα,περπατώ
απαλλαγή,αμνηστία,απαλλαγή,απαλλαγή,Ανοσία,ατιμωρησία,αποζημίωση,συγχώρεση,υπό όρους αποφυλάκιση,δικαίωση
disciplinableness => Πειθαρχία, disciplinable => άξιος τιμωρίας, discipless => μαθητές, discipleship => Μαθητεία, disciples of christ => μαθητές του Χριστού,