Greek Meaning of unembarrassed
ανενδοίαστος
Other Greek words related to ανενδοίαστος
- ντροπιασμένος
- ντροπιασμένος
- Αμήχανος
- απελπισμένος
- ντροπιασμένος
- ντροπιασμένος
- απολογητικός
- μπερδεμένος
- μπερδεμένος
- συντετριμμένος
- αμήχανος
- αποσυντονισμένος
- πανικόβλητος
- ταπεινωμένος
- μπερδεμένος
- έκπληκτος
- μετανοημένος
- μετανοιωμένος
- μετανοημένος
- ντροπιασμένος
- συγγνώμη
- αποθαρρυμένος
- χασούρης
- ταραγμένος
Nearest Words of unembarrassed
Definitions and Meaning of unembarrassed in English
unembarrassed (s)
not embarrassed
unembarrassed (a.)
Not embarrassed.
Not perplexed in mind; not confused; as, the speaker appeared unembarrassed.
Free from pecuniary difficulties or encumbrances; as, he and his property are unembarrassed.
Free from perplexing connection; as, the question comes into court unembarrassed with irrelevant matter.
FAQs About the word unembarrassed
ανενδοίαστος
not embarrassedNot embarrassed., Not perplexed in mind; not confused; as, the speaker appeared unembarrassed., Free from pecuniary difficulties or encumbrances;
υπερήφανος,αναιδής,Αδιάντροπος,αναιδής,κυνικός,θρασύς,θρασύς,Θρασύς,θρασύς,υπερήφανος
ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,Αμήχανος,απελπισμένος,ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,απολογητικός,μπερδεμένος,μπερδεμένος,συντετριμμένος
uneligible => ακατάλληλος, unelegant => άκομψος, unelasticity => ανελαστικότητα, unelastic => ανελαστικός, unelaborated => ακατέργαστο,