Greek Meaning of unblinking

αμίλητος

Other Greek words related to αμίλητος

Definitions and Meaning of unblinking in English

Wordnet

unblinking (s)

showing no visible emotion

not shrinking from danger

FAQs About the word unblinking

αμίλητος

showing no visible emotion, not shrinking from danger

σταθερός,θρασύς,Θρασύς,θρασύς,αδυσώπητος,με θράσος,ατρόμητος,ατάραχος,αμετανόητος,έντονος

ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,Αμήχανος,απελπισμένος,ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,ντροπιασμένος,απολογητικός,μπερδεμένος,μπερδεμένος

unblindfold => Απομακρύνω τη μάσκα ματιών, unblind => ξετυφλώνω, unblestful => άμοιρος, unblest => ανάθεμα, unblessed => ακατάδεκτος,