Greek Meaning of hose (down)

ποτίζω

Other Greek words related to ποτίζω

Definitions and Meaning of hose (down) in English

hose (down)

No definition found for this word.

FAQs About the word hose (down)

ποτίζω

συκοφαντώ,υγρός,υγραίνω,κατακλυσμός,πλημμύρα,Ενυδατώνω,ενυδατώνω,πλημμυρίζω,Ομίχλη,υγραίνω

Αφυδατώνω,ξεραίνω,ξηρός,εξατμίζω,σοτάρω,Αφυδάτωση,ξεραίνω,στύβω,Αφυγραίνω,Στέγνωμα με στάξιμο

horsing around => Κάνοντας αστειάκια, horsewhips => μαστίγια, horsewhipped => μαστιγωμένος, horse-trading => Διαπραγμάτευση, horse-traded => εμπόριο αλόγων,