FAQs About the word hospitalized

νοσηλευόμενος

to place in a hospital as a patient

παρακολούθησε,θηλάζει,επεξεργασμένος,φρόντιζε (για),γιατρεμένος,δοσομετρημένο,διακόνησε [ðiakónise],παραποιημένο,γιατρεύτηκε,αποκατεστημένος

No antonyms found.

hospitalists => Νοσοκομειακοί γιατροί, hospitalist => Νοσοκομειακός ιατρός, hospices => οίκοι ευγηρίας, hosing (down) => πότισμα, hosing => σωλήνας,