Greek Meaning of dosed
δοσομετρημένο
Other Greek words related to δοσομετρημένο
Nearest Words of dosed
Definitions and Meaning of dosed in English
dosed (s)
treated with some kind of application
dosed (imp. & p. p.)
of Dose
FAQs About the word dosed
δοσομετρημένο
treated with some kind of applicationof Dose
παρακολούθησε,νοσηλευόμενος,επεξεργασμένος,φρόντιζε (για),γιατρεμένος,διακόνησε [ðiakónise],θηλάζει,Διορθωμένο,παραποιημένο,γιατρεύτηκε
No antonyms found.
dose rate => Δοσιμετρικός ρυθμός, dose => δόση, dosage => δόση, dos-a-dos => Ντόσο-ντόσο, dos passos => Δύο βήματα,