FAQs About the word doss

κοιμάμαι

sleep in a convenient placeA place to sleep in; a bed; hence, sleep.

κρεβάτι,κουκέτα,καναπές,χόρτο,αλεπού,στρώμα,μαξιλάρι,ράφι,Σακί,Καναπές

No antonyms found.

dosology => δοσολογία, dosing => δοσολογία, dosimetry => δοσιμετρία, dosimeter => Δοσίμετρο, do-si-do => Ντό-σι-ντό,