FAQs About the word hot (up)

ζεστός (πάνω)

to increase in intensity, pace, or excitement, to make (something) livelier, speedier, or more intense

θερμότητα,ψήνω,Φρυγανιά,ζεστός,καίω,άνθρακας,μάγειρας,υπερθέρμανση,θερμαίνω ξανά,επανθέρμανση

χιλι,κουλ,πάγος,ψύχω,παγώνω,Παγωμένος,σούπερ ωραίο

hosts => διοργανωτές, hostiles => εχθροί, hostels => ξενώνες νεότητας, hostelries => πανδοχεία, hostellers => φοιτητές εστιών,