Greek Meaning of hosing
σωλήνας
Other Greek words related to σωλήνας
- ξύλο
- εξαπάτηση
- κάνει
- βιαστικός
- ξερίζωμα
- βίδωμα
- συμπίεση
- κολλώδης
- καυτός
- προδοτικός
- απάτη
- αιμορραγία
- σμίλευμα
- σμίλευση
- οχλαγωγία <br>
- αποκόμματα
- παραπλανητικός
- Απάτη
- εκβιασμός
- φιολί
- κούρεμα
- αστείος
- αρπάγγωμα
- άρμεγμα
- εκβιασμός
- διεύρυνση
- πύργος
- δέρμα
- μούλιασμα
- απάτη
- εξαπάτηση
- θυματοποίηση
- σπαρακτικό
- απάτη
- δόλιος
- diddling
- κάνει μέσα
- ευκρί
- εκμετάλλευση
- Εμποδίζοντας
- απάτη
- εκβιασμός
- δίνω λιγότερα ρέστα
- βραχυκύκλωμα
- Βρόμα σκύλακα
- ακαμψία
- απάτη
- παραπλανητικός
- εξαπάτηση
- σκαψίματα
- απάτη
- εγκοπή
- πάλη
- στύψιμο
- γκρίνια
- εξαπατώ
- υπερφόρτωση
- δελεάζοντας
- Πώληση τιμολογίου αγαθών προς
- Παίρνω βόλτα
- Πηγαίνω στο καθαριστήριο
Nearest Words of hosing
Definitions and Meaning of hosing in English
hosing
to spray, water, or wash with a hose, stocking, sock, to fire automatic weapons at, to deprive of something due or expected, a close-fitting garment covering the legs and waist worn by men in about 1600, a flexible tube for carrying fluid, a cloth leg covering that sometimes covers the foot, short breeches reaching to the knee, short pants reaching to the knee, a close-fitting garment covering the legs and waist that is usually attached to a doublet by points, a flexible tube for conveying fluids (as from a faucet or hydrant)
FAQs About the word hosing
σωλήνας
to spray, water, or wash with a hose, stocking, sock, to fire automatic weapons at, to deprive of something due or expected, a close-fitting garment covering th
ξύλο,εξαπάτηση,κάνει,βιαστικός,ξερίζωμα,βίδωμα,συμπίεση,κολλώδης,καυτός,προδοτικός
No antonyms found.
hoses => Σωλήνες, hosed => έριξα νερό, hose (down) => ποτίζω, horsing around => Κάνοντας αστειάκια, horsewhips => μαστίγια,