Greek Meaning of pathbreaking

πρωτοποριακός

Other Greek words related to πρωτοποριακός

Definitions and Meaning of pathbreaking in English

pathbreaking

trailblazing

FAQs About the word pathbreaking

πρωτοποριακός

trailblazing

Πρωτοποριακός,πρωτοπόρος,καινοτόμος,μη παραδοσιακός,μη συμβατικό,αν δοκιμαστεί,νέος,μυθιστόρημα,πρωτότυπο,περίεργο

συμβατικός,γνώριμος,Τριμμένο,παλιό,παραδοσιακό,παράγωγος,καθιερωμένος,μιμητικός,χρόνιος,κουρασμένος

pates => Πατέ, paters => πατέρες, patent medicines => Τα φάρμακα ευρεσιτεχνίας, patent leathers => Βερνικωμένο δέρμα, patchworks => patchwork,