Greek Meaning of time-honored
χρόνιος
Other Greek words related to χρόνιος
- Αιωνόβιος
- διαχρονικός
- παραδοσιακό
- δοκίμασε
- Δοκιμασμένο και αληθινό
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- Αθάνατος
- γήρανση
- αρχαίος
- προκατακλυσμιαίος
- ξεπερασμένος
- αντίκα
- αρχαϊκός
- μπαγιάτικος
- ιερός
- πολιός
- άναρχος
- μεσαιωνικός
- μεσαιωνικός
- παρωχημένος
- παλιό
- ο παλαιός κόσμος
- παλαιάς κοπής
- ξεπερασμένος.
- δοκιμασμένο από το χρόνο
- παλιός
- σεβάσμιος
- αρχαϊκός
- κλασικός
- κλασικός
- χρονολογημένος
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- ανθεκτικός
- γεροντικός
- πάχνη
- διαρκής
- Μακρόβιο
- Ώριμος
- μουχλιασμένος
- Νωαχικός
- παλιομοδίτικος
- ξεπερασμένο
- πάσο
- μόνιμο
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- πρωτόγονος
- πρωταρχικός
- ρετρό
- vintage
Nearest Words of time-honored
- time-fuse => Χρονομέτρησης
- timeful => έγκαιρος
- time-delay measuring system => Σύστημα μέτρησης χρονικών καθυστερήσεων
- time-delay measuring instrument => Όργανο μέτρησης χρονικής καθυστέρησης
- timed => Χρονισμένος
- time-consuming => χρονοβόρο
- timecard => κάρτα εργασίας
- time-ball => Σφαίρα χρόνου
- time-and-motion study => Μελέτη χρόνου και κίνησης
- time zone => Ζώνη ώρας
Definitions and Meaning of time-honored in English
time-honored (s)
acceptable for a long time
honored because of age or long usage
time-honored (a.)
Honored for a long time; venerable, and worthy of honor, by reason of antiquity, or long continuance.
FAQs About the word time-honored
χρόνιος
acceptable for a long time, honored because of age or long usageHonored for a long time; venerable, and worthy of honor, by reason of antiquity, or long continu
Αιωνόβιος,διαχρονικός,παραδοσιακό,δοκίμασε,Δοκιμασμένο και αληθινό,ηλικιωμένοι,γήρανση,Αθάνατος,γήρανση,αρχαίος
Σύγχρονο,τρέχων,φρέσκος,τελευταίος,μυθιστόρημα,σύγχρονος,Νεαρός,νεανικός,μοντέρνος,νέος
time-fuse => Χρονομέτρησης, timeful => έγκαιρος, time-delay measuring system => Σύστημα μέτρησης χρονικών καθυστερήσεων, time-delay measuring instrument => Όργανο μέτρησης χρονικής καθυστέρησης, timed => Χρονισμένος,