Greek Meaning of geriatric

γεροντικός

Other Greek words related to γεροντικός

Definitions and Meaning of geriatric in English

Wordnet

geriatric (a)

of or relating to the aged

of or relating to or practicing geriatrics

FAQs About the word geriatric

γεροντικός

of or relating to the aged, of or relating to or practicing geriatrics

γήρανση,γήρανση,ηλικιωμένοι,παλιό,μεγαλύτερος,ηλικιωμένοι,αρχαίος,Υπερήλικας,γερασμένος,ηλικιωμένος, -η, -ο

Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Πράσινο,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης,νεανικός

gerhard kremer => Γεράρδος Μερκάτορ, gerhard herzberg => Γκέρχαρντ Χέρτσμπεργκ, gerhard gerhards => Γκέρχαρντ Γκέρχαρντς, gerfalcon => Γυrfalκός, gerenuk => γκίραφγκαζέλα,