Greek Meaning of nonagenarian
ενενηντάρης
Other Greek words related to ενενηντάρης
- γήρανση
- Εκατοντάρης
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- εβδομηντάρης
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- αρχαίος
- Μακρόβιο
- μεσήλικας
- παλιό
- αρκετά παλιό
- Υπερήλικας
- συνταξιούχος
- γερασμένος
- συνταξιούχος
- ενήλικας
- ανιλίνη
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- μητριαρχικός
- Ώριμος
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- γεροντικός
- Σπασμωδικός
- τρεμάμενο
- σεβάσμιος
- ενήλικας
- γέρος/η
Nearest Words of nonagenarian
Definitions and Meaning of nonagenarian in English
nonagenarian (n)
someone whose age is in the nineties
nonagenarian (s)
being from 90 to 99 years old
nonagenarian (n.)
A person ninety years old.
FAQs About the word nonagenarian
ενενηντάρης
someone whose age is in the nineties, being from 90 to 99 years oldA person ninety years old.
γήρανση,Εκατοντάρης,ηλικιωμένοι,γεροντικός,ογδοντάρης,μεγαλύτερος,ηλικιωμένος, -η, -ο,εβδομηντάρης,ηλικιωμένοι,γήρανση
Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης,νεανικός,άπειρος
nonaged => ενενηντάχρονος, nonage => ανήλικα χρόνια, nonaerobiotic => Αναερόβιος, nonadult => Ανήλικος, nonadsorptive => μη απορροφητικός,