Greek Meaning of pensioned

συνταξιούχος

Other Greek words related to συνταξιούχος

Definitions and Meaning of pensioned in English

Webster

pensioned (imp. & p. p.)

of Pension

FAQs About the word pensioned

συνταξιούχος

of Pension

συνταξιούχος,συνταξιούχος,ενήλικας,τρέμουλο,μεσήλικας,πατριαρχικός,γεροντικός,Σπασμωδικός,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι

Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Ανώριμος,άπειρος,ανήλικος,ανήλικος,νεανικός,άπειρος

pensionary => συνταξιούχος, pensionaries => συνταξιούχοι, pensionable => συνταξιούχος, pension plan => Συνταξιοδοτικό σχέδιο, pension off => συνταξιοδοτώ,