Greek Meaning of pensioned
συνταξιούχος
Other Greek words related to συνταξιούχος
- συνταξιούχος
- συνταξιούχος
- ενήλικας
- τρέμουλο
- μεσήλικας
- πατριαρχικός
- γεροντικός
- Σπασμωδικός
- σεβάσμιος
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- γήρανση
- ανιλίνη
- Εκατοντάρης
- ετοιμόρροπος
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- ενήλικας
- μητριαρχικός
- Ώριμος
- ενενηντάρης
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- αρκετά παλιό
- Υπερήλικας
- Υπερήλικας
- γερασμένος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- εβδομηντάρης
- τρεμάμενο
Nearest Words of pensioned
- pensioner => συνταξιούχος
- pensioning => συνταξιοδότηση
- pensive => στοχαστικός
- pensived => στοχαστικός (stoχastiˈkos)
- pensively => σκεπτικά
- pensiveness => στοχασμός
- penstemon => Πεντάκονο
- penstemon barbatus => Πενστέμον ο γενειοφόρος
- penstemon centranthifolius => Penstemon centranthifolius
- penstemon cyananthus => Pentstemon cyananthus
Definitions and Meaning of pensioned in English
pensioned (imp. & p. p.)
of Pension
FAQs About the word pensioned
συνταξιούχος
of Pension
συνταξιούχος,συνταξιούχος,ενήλικας,τρέμουλο,μεσήλικας,πατριαρχικός,γεροντικός,Σπασμωδικός,σεβάσμιος,ηλικιωμένοι
Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Ανώριμος,άπειρος,ανήλικος,ανήλικος,νεανικός,άπειρος
pensionary => συνταξιούχος, pensionaries => συνταξιούχοι, pensionable => συνταξιούχος, pension plan => Συνταξιοδοτικό σχέδιο, pension off => συνταξιοδοτώ,