Greek Meaning of pensiveness
στοχασμός
Other Greek words related to στοχασμός
- στοχαστικός
- μελαγχολία
- ανακλαστικός
- σκοτεινός
- στοχαστικός
- Αναλυτικός
- κλώσσα
- νοητικός
- ενδοσκοπικός
- λογικός
- Διαλογικός
- στοχασμός
- φιλοσοφικός
- Φιλοσοφικός
- Μηρυκαστικό
- Προβληματισμένος
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- αφηρημένος
- αναλυτικός
- εσκεμμένος
- σοβαρός
- τάφος
- προβληματισμένος
- σκόπιμος
- λογικός
- αναδρομική
- σιωπηλός
- αυτοαναφορικός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
Nearest Words of pensiveness
- penstemon => Πεντάκονο
- penstemon barbatus => Πενστέμον ο γενειοφόρος
- penstemon centranthifolius => Penstemon centranthifolius
- penstemon cyananthus => Pentstemon cyananthus
- penstemon davidsonii => Πενστέμονο του Ντέιβιντσον
- penstemon deustus => Penstemon deustus
- penstemon dolius => Πενστέμον ντόλιους
- penstemon fruticosus => Penstemon fruticosus
- penstemon linarioides => Πενταστήμων ο λινιόφυλλος
- penstemon newberryi => Πενστέμονας ο νέος
Definitions and Meaning of pensiveness in English
pensiveness (n)
persistent morbid meditation on a problem
deep serious thoughtfulness
pensiveness (n.)
The state of being pensive; serious thoughtfulness; seriousness.
FAQs About the word pensiveness
στοχασμός
persistent morbid meditation on a problem, deep serious thoughtfulnessThe state of being pensive; serious thoughtfulness; seriousness.
στοχαστικός,μελαγχολία,ανακλαστικός,σκοτεινός,στοχαστικός,Αναλυτικός,κλώσσα,νοητικός,ενδοσκοπικός,λογικός
ανέμελος,φρίβολος,αφηρημένος,αστοχαστικό,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,ανόητος
pensively => σκεπτικά, pensived => στοχαστικός (stoχastiˈkos), pensive => στοχαστικός, pensioning => συνταξιοδότηση, pensioner => συνταξιούχος,