Greek Meaning of septuagenarian
εβδομηντάρης
Other Greek words related to εβδομηντάρης
- γήρανση
- γήρανση
- Εκατοντάρης
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- ενενηντάρης
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- Υπερήλικας
- γερασμένος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- ηλικιωμένοι
- αρχαίος
- Μακρόβιο
- μεσήλικας
- παλιό
- αρκετά παλιό
- συνταξιούχος
- συνταξιούχος
- ενήλικας
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- μητριαρχικός
- Ώριμος
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- γεροντικός
- Σπασμωδικός
- τρεμάμενο
- σεβάσμιος
- ενήλικας
- γέρος/η
Nearest Words of septuagenarian
- septrional => βόρειος
- septomaxillary => σεπτογναθικός
- septoic => σηπτικός
- septobasidium pseudopedicellatum => Septobasidium pseudopedicellatum
- septobasidium => Septobasidium
- septobasidiaceae => Septobasidiaceae
- septisyllable => Επτασύλλαβος
- septinsular => επτανήσιος
- septimole => εφτάδεκατο εξάδευτο
- septillion => σεπτίλιον
Definitions and Meaning of septuagenarian in English
septuagenarian (n)
someone whose age is in the seventies
septuagenarian (n.)
A person who is seventy years of age; a septuagenary.
FAQs About the word septuagenarian
εβδομηντάρης
someone whose age is in the seventiesA person who is seventy years of age; a septuagenary.
γήρανση,γήρανση,Εκατοντάρης,ηλικιωμένοι,γεροντικός,ενενηντάρης,ογδοντάρης,μεγαλύτερος,Υπερήλικας,γερασμένος
Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης,νεανικός,άπειρος
septrional => βόρειος, septomaxillary => σεπτογναθικός, septoic => σηπτικός, septobasidium pseudopedicellatum => Septobasidium pseudopedicellatum, septobasidium => Septobasidium,