Greek Meaning of spavined
Σπασμωδικός
Other Greek words related to Σπασμωδικός
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- γήρανση
- ανιλίνη
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- Υπερήλικας
- γερασμένος
- γεροντικός
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- εβδομηντάρης
- τρεμάμενο
- αρχαίος
- Εκατοντάρης
- Μακρόβιο
- μεσήλικας
- ενενηντάρης
- παλιό
- αρκετά παλιό
- συνταξιούχος
- συνταξιούχος
- γέρος/η
- ενήλικας
- μητριαρχικός
- Ώριμος
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- σεβάσμιος
- ενήλικας
Nearest Words of spavined
Definitions and Meaning of spavined in English
spavined (s)
(of horses) afflicted with a swelling of the hock-joint
FAQs About the word spavined
Σπασμωδικός
(of horses) afflicted with a swelling of the hock-joint
ηλικιωμένοι,γήρανση,γήρανση,ανιλίνη,ετοιμόρροπος,τρέμουλο,ηλικιωμένοι,γεροντικός,ογδοντάρης,μεγαλύτερος
Έφηβος,Αθάνατος,Πράσινο,Ανώριμος,άπειρος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης,νεανικός,άπειρος
spavin => Σπάβινος, spatulate leaf => σπαθόμορφο φύλλο, spatulate => σπαθοειδής, spatula-shaped => Σπαθοειδές, spatula => σπάτουλα,